- σκνιποφάγος
- σκνῑποφάγος [ᾰ], ον,A eating σκνῖπες, Arist.HA593a3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκνιποφάγος — ον, Α αυτός που τρώει σκνίπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκνίψ, σκνιπός «σκνίπα» + φάγος*] … Dictionary of Greek
σκνιποφάγα — σκνιποφάγος eating neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)